σιλόδουροι

σιλόδουροι
oἱ, Α
(στους Γαλάτες) σώμα εξακοσίων ανδρών που είχαν ορκιστεί να ζουν και να πεθαίνουν μαζί με τον βασιλιά («οὓς καλεῑσθαι ὑπὸ τῶν Γαλατῶν... σιλοδούρους, τοῡτό δ' ἐστιν ἑλληνιστὶ εὐχωλιμαῑοι», Νικ. Δαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. κελτικής προελεύσεως (πρβλ. και λατ. soldurius, -ii)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιλοδούρους — σιλόδουροι vassals who have vowed to live and die with their lord masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”